ἀποδέσμῳ

ἀποδέσμῳ
ἀπόδεσμος
band
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποδεσμεύω — (AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, έω) νεοελλ. 1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω 2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους αρχ. δένω σφιχτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”